- πυρωτός
- πυρωτόςfierymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρωτός — ή, όν, Α [πυρῶ, όω] 1. διάπυρος, φλογερός 2. προσωνυμία τού πλανήτη Άρη … Dictionary of Greek
πυρωτόν — πυρωτός fiery masc acc sg πυρωτός fiery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρωτοῖς — πυρωτός fiery masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρωτούς — πυρωτός fiery masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπύρωτος — ἡμιπύρωτος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκ πύρωτος, α πύρωτος] … Dictionary of Greek
πυρωτά — πυρωτά̱ , πυρωτής one who works with fire masc nom/voc/acc dual πυρωτής one who works with fire masc voc sg πυρωτής one who works with fire masc nom sg (epic) πυρωτός fiery neut nom/voc/acc pl πυρωτά̱ , πυρωτός fiery fem nom/voc/acc dual πυρωτά̱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεκπύρωτος — εὐεκπύρωτος, ον (ΑΜ) αυτός που θερμαίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκ πυρωτός (< εκ πυρώ)] … Dictionary of Greek
ευπύρωτος — εὐπύρωτος, ον (Α) εύκαυστος («πεύκη... εὐπύρωτος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυρωτός] … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek